χαλκοπάρῃος — with cheeks masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοπάρηος — και δωρ. τ. χαλκοπάρᾳος, ον, Α χαλκόπλευρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + πάρῃος / πάρᾳος (< παρειά* «μάγουλο»), πρβλ. μεγαλο πάρῃος, φοινικο πάρῃος] … Dictionary of Greek
χαλκοπάραον — χαλκοπάρῃος with cheeks masc/fem acc sg (doric) χαλκοπάρῃος with cheeks neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοπάρῃον — χαλκοπάρῃος with cheeks masc/fem acc sg χαλκοπάρῃος with cheeks neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοπαρῄου — χαλκοπάρῃος with cheeks masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοπάραα — χαλκοπάρῃος with cheeks neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοπάραια — χαλκοπάρῃος with cheeks neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek